Με αφορμή την σειρά «Το Γκαμπί της βασίλισσας», που επανέφερε το σκάκι στο προσκήνιο, θυμόμαστε το ρόλο του στη ζωή των πολιτικών κρατουμένων και εκτοπισμένων.
Σκακιστικό σχολειό ο Αϊ – Στράτης
Ο Στέλιος Ευκαρπίδης εκτοπίστηκε στα 18 του, το 1947, στον Αϊ – Στράτη. Οι σκηνές τους ήταν σε μια ρεματιά γεμάτη υγρασία. Θυμάται πως οι αφάνες που έβαζαν κάτω από την κουβέρτα είχαν γίνει σώμα συμπαγές, σαν στρώμα.
Συνθήκες άθλιες, αλλά και ένα δώρο: ο νεαρός Στέλιος βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Θανάση Βασίλα (1908-1956), έναν λαμπρό επιστήμονα -με καθοριστική συμβολή στον πολεοδομικό σχεδιασμό χωριών της ανατολικής Χαλκιδικής, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1932- και έναν από τους καλύτερους βορειοελλαδίτες σκακιστές της εποχής εκείνης. Ο χρόνος περίσσευε, το μυαλό σε αυτές τις ηλικίες είναι «σφουγγάρι», ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να τον μυήσει στο παιχνίδι και η οικογένεια έστελνε, παρά την οικονομική ανέχεια, σκακιέρες και βιβλία για μελέτη. Γρήγορα έγινε πολύ καλός σκακιστής και, εκτός από τον δάσκαλο, άρχισε να παίζει και με άλλους. Όπως θυμάται, το σκάκι ήταν πολύ διαδεδομένο στον Αϊ – Στράτη. Έμεινε εκεί για περισσότερο από τρία χρόνια.
Αντιθέτως, το 1950, που τον πήγαν στη Μακρόνησο, αντιμετώπισε μια πολύ πιο σκληρή κατάσταση. Έφυγε με σπασμένα πλευρά και αιμοπτύσεις…
Σήμερα, στα 88 του, παραμένει ένας πολύ ενεργός σκακιστής της ομάδας της Ικαρίας. Φύσει ευγενικός άνθρωπος, αλλά και πολύ μαχητικός στις παρτίδες, κερδίζει σε κάθε συνάντηση το ενδιαφέρον των θεατών!
Παρτίδες με Ηλιού και θεατή τον Σαράφη!
Ένας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία αγωνιστές, ο 94χρονος Ιωάννης (Γιάγκος) Μαυρογιώργης μίλησε στην «Αυγή», από την Ικαρία όπου ζει, για το σκάκι στα χρόνια εκτόπισής του.
Συνελήφθη, μαζί με άλλους Ικαριώτες, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1948. Έπειτα από σύντομη κράτηση στο κρατητήριο του νησιού μεταφέρθηκε στις καπναποθήκες της Σάμου και στη συνέχεια, αρχές του 1949, στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
Βασανιστήρια, άθλιες συνθήκες, αλλά και δίψα για ζωή, για δημιουργική ενασχόληση.
Εντάχθηκε γρήγορα σε πυρήνα δυνατών σκακιστών και πήρε μέρος σε τουρνουά. Έπαιζε με τον Θανάση Βασίλα, τον στρατηγό Χατζημιχάλη, καθώς και με τον Ηλία Ηλιού. Τις αναμετρήσεις του 26χρονου Γιάγκου με τον 45χρονο Ηλία παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον ο 59χρονος αρχηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης.
Το σκακιστικό του ταλέντο αναδείχθηκε γρήγορα και σε λίγο καιρό αντιμετώπιζε συγκρατούμενους χωρίς να κοιτάζει σκακιέρα!
Αφέθηκε ελεύθερος στις 8 Μαρτίου 1950 και συναντήθηκε με άλλους Ικαριώτες σκακιστές όπως ο Φουτρίδης και ο Σταυρινάδης, βάζοντας τα πρώτα λιθαράκια στο σκακιστικό οικοδόμημα του νησιού.
Ο Κώστας Φιλίνης και το σκάκι
Η Άννα Φιλίνη μιλάει για την αγάπη τού Κώστα για το σκάκι: «Σε όλες τις περιόδους της ζωής τού πατέρα μου το σκάκι τον ακολουθούσε πιστά. Στο σπίτι του, τα πέντε αδέρφια και ο πατέρας του παίζανε σκάκι από παιδιά και ο Κωστάκης, παρ’ ότι ο μικρότερος, έγινε γρήγορα ισότιμος συμπαίκτης. Ήδη πριν από τον πόλεμο έπαιζε σκάκι στον Πανελλήνιο, όπου συμμετείχε και ως αθλητής του στίβου και συνέχισε να πηγαίνει και μετά την Απελευθέρωση. Στα οκτώ χρόνια της παρανομίας μετά το 1947, έπαιζε συχνά μόνος του μέσα στις ατέρμονες ώρες της αναμονής. Όταν πιάστηκε το 1955 και στάλθηκε στις υγρές ενετικές φυλακές της Κέρκυρας, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Επειδή δεν επιτρέπονταν στους κρατούμενους να αποκτήσουν σκάκι, αυτοί έφτιαξαν από μόνοι τους πούλια του σκακιού από ψωμί. Μετά τη δίκη του στο στρατοδικείο το 1961, οι συνθήκες στις διάφορες φυλακές συνέχισαν να είναι εξαιρετικά δύσκολες. Με την αλλαγή του πολιτικού κλίματος μετά το 1963 και τη μεταφορά του στις φυλακές της Αίγινας, οι συνθήκες διαβίωσης γενικά καλυτέρεψαν. Μέσα σε αυτές ήταν και το δικαίωμα να κάνουν μαθήματα και να παίζουν σκάκι οι φυλακισμένοι. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου έλεγε πως κάνανε και πρωταθλήματα στη φυλακή».
Σε αφιέρωμα του Χρήστου Πιλάλη στο περιοδικό «ΣΑΧ» (τεύχος 15, 1997), είδαμε σκακιστικά βιβλία του Κώστα με σφραγίδες θεώρησης των εγκληματικών φυλακών Αίγινας και Κέρκυρας, καθώς και αυτοσχέδια χάρτινη σκακιέρα και διαβάσαμε για το τουρνουά του 1960 στις φυλακές Αίγινας. Η τελική βαθμολογία σε 12 αγώνες: 1ος Φιλίνης 10 βαθμοί, 2ος Μπάτσης 7,5, 3ος Πολίτης 7, 4ος Ρούσος 6,5, 5ος Τσαρούχας 4,5, 6ος Γιαννόπουλος 4, 7ος Ραψωμανίκης 2,5 βαθμοί.
Ένα ερώτημα που είχε θέσει ο Πέτρος Κολυβάς στον Φιλίνη, σε μία από τις πολλές συζητήσεις τους, ήταν το πώς έπαιζαν οι κρατούμενοι σε διαφορετικά κελιά. Οι τρόποι ήταν κυρίως τρεις: Έλεγαν τις κινήσεις φωναχτά ή άφηναν χαρτάκια στις τουαλέτες, πίσω από τα καζανάκια ή, σε πολύ λίγες περιπτώσεις, τις μετέφεραν οι φύλακες.
Ας συνεχίσουμε με την αφήγηση της Άννας Φιλίνη: «Και αργότερα, στις φυλακές της χούντας, επινοούσε μαζί με συγκρατουμένους του τρόπους για να καταφέρνουν να παίζουν σκάκι παρά την απομόνωση. Στη Μεταπολίτευση άρχισε πάλι να παίζει σκάκι τις Κυριακές, όποτε μπορούσε, στον Πανελλήνιο. Έπαιζε όμως συχνά και μόνος του, τα βράδια μετά τις κομματικές συνεδριάσεις, με αντίπαλο συμπαίκτη σε κομπιούτερ».
Περί βασιλικής ηθικής
Ανάμεσα στους πολλούς που έπαιζαν σκάκι ήταν και ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, τον οποίο οι συγκρατούμενοι θυμούνται να απαγγέλλει ποιήματα του Παλαμά, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Καβάφη, καθώς και αρχαίων, όπως ο Όμηρος και ο Πίνδαρος.
Η Μαριάννα Τζιαντζή έχει αναφερθεί από την “Εφημερίδα των Συντακτών” σε περιστατικά, όπως αναγράφονται βιβλίο του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Σταύρου Αβδούλου «Το φαινόμενο Μακρόνησος» (1998, εξαντλημένο): Παρά την αγριάδα τους, οι αλφαμίτες φρουροί, όταν ο Δεσποτόπουλος απήγγελνε ποιήματα Ελλήνων ποιητών, τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, όμως «μερικοί δεν του επέτρεπαν ν’ απαγγέλνει σε ξένες γλώσσες και σ’ αυτές συμπεριλάβαιναν και τα αρχαία ελληνικά».
Η αδυναμία του, εκεί στο Σύρμα, ήταν το σκάκι, που το έπαιζαν με πιόνια φτιαγμένα από ψίχα ψωμιού. Ένας από τους συμπαίκτες του, όπως αναφέρει ο Αβδούλος, ήταν ο Αβέρκιος Λειβαδάρος, ένας απροσκύνητος αγωνιστής, που, όμως, σαν ήταν πιτσιρικάς είχε μπλέξει με κακές παρέες κι έτσι, σύμφωνα με τον Στ. Αβδούλο, το λεξιλόγιό του ήταν λιγάκι μάγκικο.
Ο Αβέρκιος έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον Δεσποτόπουλο. Αλλά κι εκείνος τον αγαπούσε πολύ και, «σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος» που ήταν, προσπαθούσε να τον κάνει να αποβάλει τη μάγκικη διάλεκτο.
Εκεί που έπαιζαν σκάκι, ο Αβέρκιος πήρε τη βασίλισσα του δασκάλου και, σε τόνο θριαμβευτικό, του είπε:
– Κωσταρίκο, σου την έφαγα την πουτάνα τη βασίλισσα.
Οι παρόντες έσκασαν στα γέλια, όμως ατάραχος ο Δεσποτόπουλος του έκανε παρατήρηση:
– Σου έχω πει, Αβέρκιε, να πάψεις να χρησιμοποιείς άσεμνες λέξεις.
– Καλά, Κωσταρίκο, δεν θα το ξανακάνω. Αλλά αφού είναι βασίλισσα… δεν είναι τέτοια;
Ο όμηρος Άχθος Αρούρης
Ο Νίκος Σαραντάκος είχε συλληφθεί όμηρος από τους Γερμανούς, μαζί με άλλους πολίτες της Μυτιλήνης, από τις 24 Μαρτίου έως τα τέλη Μαΐου του 1944. Όπως μας λέει ο εγγονός του Νίκος Σαραντάκος (περισσότερα για τον παππού του, με αναφορές και σε προηγούμενα δημοσιεύματα, στον δικτυακό του τόπο), «εικάζεται ότι επελέγη ως όμηρος επειδή, ως στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας, διερευνούσε ατασθαλίες στη δραστηριότητα των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων. Συγκρατούμενός του, στο στρατόπεδο που είχε στηθεί στο Διδασκαλείο, ήταν ο επιστήθιος φίλος του Χαράλαμπος Κανόνης, που μαζί είχαν την ιδέα να φτιάξουν σκάκι με πιόνια από ψίχα ψωμιού.
Ο Νίκος Σαραντάκος συνελήφθη πάλι τον Ιούνιο του 1945 μαζί με όλη την ηγεσία του ΕΑΜ Λέσβου με τη στημένη κατηγορία της «στάσης». Έμεινε υπόδικος σχεδόν έναν χρόνο. Μου έχει αφηγηθεί ότι έπαιζαν σκάκι στη φυλακή. Ο Κανόνης αυτή τη φορά είχε διαφύγει τη σύλληψη. Στη δίκη το κατηγορητήριο κατέρρευσε και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν ή καταδικάστηκαν με ελαφρές ποινές. Ο Κανόνης όμως στη συνέχεια πήγε στη Χίο, όπου έπεσε τον Μάρτιο του 1948 όταν συντρίφτηκαν οι μικρές δυνάμεις του ΔΣΕ».
Ο ποιητής είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει «βάρος της γης»). Κατά την πρώτη περίοδο της ομηρίας του, το 1944, έγραψε το ποίημα «Το σκάκι» (ποιητική συλλογή του Νίκου Σαραντάκου «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου»).
ΤΟ ΣΚΑΚΙ
Μας κουβαλήσαν στο στρατόπεδο ένα βράδυ.
Εμένα πρώτα, το Χαράλαμπο μετά.
Το Χαριλή καί τον Αλέκο από κοντά
κι άλλους πεντέξι. Αλάκερο κοπάδι.
Κι είμαστε αλήθεια … Κι ας το πούμε ειλικρινά.
ένα κοπάδι από σκιαγμένα ζωντανά.
Φόβος και τρόμος μας συνείχε στην αρχή.
Όλοι φοβούνται. Αυτή ναι η αλήθεια.
Μα, φαίνεται, πως όλα είναι συνήθεια…
Σιγά – σιγά τρυπώνει η ελπίδα στην ψυχή.
κι αν κάπου εκεί παραμονεύει ο χάρος
μαθαίνεις να τονε κοιτάς με κάποιο θάρρος.
Σε δυο – τρεις μέρες ξέφτισαν οι τρόμοι
έστρωσε ένας ρυθμός κάποιας ζωής.
Κι εξόν από δυο – τρεις ψοφοδεείς
που τρέμαν και στον ύπνο τους ακόμη
εμείς οι άλλοι, ας πούμε, οι «δυνατοί»
ζούσαμε μια ζωή σχεδόν υποφερτή.
Ήμασταν πιότερο απ’ αδέρφια με το Λάμπη.
Κι άνεργοι εδώ που μας μαντρώσαν οι ναζήδες
νάχαμε σκάκι και να κάναμε παρτίδες…!
«Πολιτισμένοι» οι Γερμανοί δεν επιτρέψαν νάμπει.
Δεν έπρεπε όμως το δικό τους να περάσει.
Παίζαμε μ’ ένα, που με ψίχα είχαμε φτιάσει.
Ήτανε λίγο τότε το ψωμί
και μια μπουκιά μονάχα είτανε κάτι
και φυσικά, δεν ήμασταν χορτάτοι,
ωστόσο μ’ οποιαδήποτε τιμή
θες από πείσμα, θες από μεράκι
εμείς το κονομήσαμε το σκάκι.
“Το σκάκι δίνει ζωή”
Η επιλογή του Στέφανου Ληναίου να διαβάσει το ποίημα, δεν είναι τυχαία. Ανήκει σε μια άξια γενιά αγωνιστών που έμαθαν σκάκι στη φυλακή. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ περιεκτικό κείμενο που μας έστειλε:
“Το σκάκι δίνει ζωή. Αυτό μου είπε ο νονός μου, ο δάσκαλος ο Κώστας ο Μανωλόπουλος, όταν με έμαθε να παίζω, στα 7 χρόνια μου. Δεν πρόφτασε να μου πει περισσότερα γιατί τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί μαζί με τους 200 στην Καισαριανή.
Τις ίδιες μέρες του ’44, τα περισσότερα τα έμαθα, 15 χρόνων πια, στις φυλακές του Ζέρβα, στην Καλαμάτα.
Στις ίδιες φυλακές, το ’45, μετά την άθλια συμφωνία της Βάρκιζας, στην άγρια εποχή του Εμφυλίου, έμαθα το καλύτερο σκάκι, με πιόνια… μανιάτικα λούπινα!
Στα χρόνια της δικτατορίας οργανώσαμε στο Θέατρο Άλφα τους πρώτους σκακιστικούς αγώνες συγγραφέων και ηθοποιών… Ο Ηλίας Κουρκουνάκης σε σχόλιό του θυμάται ότι χάρη στους αγώνες εκείνους είχε αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με το σκάκι. Είχε παρακολουθήσει «την τελική φάση με τους Ανδρέα Φιλιππίδη, Μίμη Φωτόπουλο, Σπύρο Κωνσταντόπουλο και Δημήτρη Καλλιβωκά».
Το 1985 είχα την τιμή να με κάνει επίτιμο μέλος της η Σκακιστική Ομοσπονδία.
Τώρα πια παίζουμε σκάκι στα θεατρικά παρασκήνια, ψιθυρίζοντας πάντα το σοφό ρητό: ‘Το σκάκι μαθαίνει τον άνθρωπο να σκέπτεται κάθε στιγμή το επόμενο βήμα του…’.
Και λέμε μέσα μας: ‘Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος, αν όλοι ήξεραν να παίζουν σκάκι…’
*το κείμενο δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» στις 6 Οκτωβρίου 2017